πατρονόμος: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πατρονόμος''': -ον, διοικῶν ὡς [[πατήρ]]· - Πατρονόμοι, οἱ, ἐν Σπάρτῃ, τὸ μέγα [[συμβούλιον]] τὸ | |lstext='''πατρονόμος''': -ον, διοικῶν ὡς [[πατήρ]]· - Πατρονόμοι, οἱ, ἐν Σπάρτῃ, τὸ μέγα [[συμβούλιον]] τὸ μετὰ τὴν μεταρρύθμισιν Κλεομένους τοῦ γ΄ ἀντιστοιχοῦν πρὸς τοὺς πρότερον γέροντας, Πλούτ. 2. 795Ε· «Κλεομένης ὁ Λεωνίδου τοῦ Κλεωνύμου, παραλαβὼν τὴν βασιλείαν ἐν Σπάρτῃ, ... τὸ [[κράτος]] τῆς γερουσίας καταλύσας Πατρονόμους τῷ λόγῳ κατέστησεν ἀντ’ αὐτῶν» Παυσ. 2. 9, 1, πρβλ. Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σελ. 605 κέξ., Müller Der 3. 7, § 8. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:02, 20 April 2021
English (LSJ)
ὁ, member of the council instituted by Cleomenes III at Sparta, IG 5(1).32, al., Plu. 2.795f, Paus. 2.9.1, Philostr. VA 4.32; ἐπὶ π. σεῶ Λυκούργω IG 5(1).311.
German (Pape)
[Seite 536] eigtl. väterlich waltend, regierend; insbesondere hieß eine Obrigkeit so, der väterliche Sorge für Erziehung und Zucht der Jugend oblag, Plut. an seni 24; οἱ πατρονόμοι, in Sparta der große Rath seit der vom Kleomenes vorgenommenen Staatsverbesserung, Paus. 2, 9, 1; Inscr. 1356, vgl. Böckh Corp. inscr. 1 p. 606.
Greek (Liddell-Scott)
πατρονόμος: -ον, διοικῶν ὡς πατήρ· - Πατρονόμοι, οἱ, ἐν Σπάρτῃ, τὸ μέγα συμβούλιον τὸ μετὰ τὴν μεταρρύθμισιν Κλεομένους τοῦ γ΄ ἀντιστοιχοῦν πρὸς τοὺς πρότερον γέροντας, Πλούτ. 2. 795Ε· «Κλεομένης ὁ Λεωνίδου τοῦ Κλεωνύμου, παραλαβὼν τὴν βασιλείαν ἐν Σπάρτῃ, ... τὸ κράτος τῆς γερουσίας καταλύσας Πατρονόμους τῷ λόγῳ κατέστησεν ἀντ’ αὐτῶν» Παυσ. 2. 9, 1, πρβλ. Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σελ. 605 κέξ., Müller Der 3. 7, § 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui exerce l’autorité paternelle.
Étymologie: πατήρ, νέμω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. μέλος του συμβουλίου που ιδρύθηκε στη Σπάρτη από τον Κλεομένη Γ' σε αντικατάσταση της αρχής τών εφόρων και τών γερουσιαστών και το οποίο ασκούσε πατρική κατά κάποιον τρόπο εξουσία και εξακολούθησε να υπάρχει πιθανώς και μετά την αποκατάσταση τών εφόρων και τών γερουσιαστών, με πρώτο τον επώνυμο του έτους
2. (γενικά) αυτός που διοικεί σαν πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -νόμος].
Greek Monotonic
πατρονόμος: -ον (νέμω), αυτός που αποφασίζει, ορίζει ως πατέρας.
Russian (Dvoretsky)
πατρονόμος: ὁ управляющий как отец, облеченный отцовскими правами, т. е. опекун Plut.