θηριότροφος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηριότροφος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώει θηρία, που τρέφεται από σάρκες θηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιπαρό</i>-<i>τροφος</i>, <i>νεό</i>-<i>τροφος</i>].
|mltxt=[[θηριότροφος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώει θηρία, που τρέφεται από σάρκες θηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>λιπαρό</i>-<i>τροφος</i>, <i>νεό</i>-<i>τροφος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριότροφος Medium diacritics: θηριότροφος Low diacritics: θηριότροφος Capitals: ΘΗΡΙΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: thēriótrophos Transliteration B: thēriotrophos Transliteration C: thiriotrofos Beta Code: qhrio/trofos

English (LSJ)

ον, Pass., fed on reptiles, Gal. 11.143.

Greek Monolingual

θηριότροφος, -ον (Α)
αυτός που τρώει θηρία, που τρέφεται από σάρκες θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό-τροφος, νεό-τροφος].