λυκόχρους: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυκόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Μ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του τριχώματος του λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυανό</i>-<i>χρους</i>, <i>σιτό</i>-<i>χρους</i>)].
|mltxt=[[λυκόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Μ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του τριχώματος του λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. <i>κυανό</i>-<i>χρους</i>, <i>σιτό</i>-<i>χρους</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυκόχρους Medium diacritics: λυκόχρους Low diacritics: λυκόχρους Capitals: ΛΥΚΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: lykóchrous Transliteration B: lykochrous Transliteration C: lykochrous Beta Code: luko/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for λυκόχροος.

Greek Monolingual

λυκόχρους, -ουν και -οος, -οον (Μ)
αυτός που έχει το χρώμα του τριχώματος του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. κυανό-χρους, σιτό-χρους)].