κοχλιοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κοχλιοειδής:''' v. l. [[κοχλιώδης]] 2 винтообразный, спиральный Plut.
|elrutext='''κοχλιοειδής:''' [[varia lectio|v.l.]] [[κοχλιώδης]] 2 винтообразный, спиральный Plut.
}}
}}

Revision as of 11:45, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχλιοειδής Medium diacritics: κοχλιοειδής Low diacritics: κοχλιοειδής Capitals: ΚΟΧΛΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kochlioeidḗs Transliteration B: kochlioeidēs Transliteration C: kochlioeidis Beta Code: koxlioeidh/s

English (LSJ)

ές, A spiral, Hsch. s.v. πολύδονος; κ. γραμμή conchoid, Simp.in Ph.60.14, in Cat.192.20. Adv. -δῶς by means of a screw, Ph.Byz.Mir.1.4.

Greek (Liddell-Scott)

κοχλιοειδής: -ές, ἑλικοειδής, Ἡσύχ. ἐν λ. πολύδοτος, Ἐπίρρ. -δῶς, «αἱ δὲ τῶν ὑδάτων ἀναγωγαί... κοχλιοειδῶς ἀνατρέχουσιν» Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ἑπτὰ Θαυμάτ. 1.

Greek Monolingual

-ές (AM κοχλιοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κοχλία, ελικοειδής, σπειροειδής.
επίρρ...
κοχλιοειδώς (AM κοχλιοειδῶς)
σπειροειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -ειδής (< εἶδος)].

Russian (Dvoretsky)

κοχλιοειδής: v.l. κοχλιώδης 2 винтообразный, спиральный Plut.