λοιδοριστής: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοιδοριστής]], ὁ (Α)<br />[[υβριστής]], [[κακολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Λοιδοριστής</i> [[αντί]] του ορθτ. <i>λοιδορητής</i> <span style="color: red;"><</span> [[λοιδορώ]] [[κατά]] τα παρ. τών ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>υβρ</i>-<i>ισ</i>-<i>της</i>)].
|mltxt=[[λοιδοριστής]], ὁ (Α)<br />[[υβριστής]], [[κακολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Λοιδοριστής</i> [[αντί]] του ορθτ. <i>λοιδορητής</i> <span style="color: red;"><</span> [[λοιδορώ]] [[κατά]] τα παρ. τών ρ. σε -<i>ίζω</i> ([[πρβλ]]. <i>υβρ</i>-<i>ισ</i>-<i>της</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:36, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιδοριστής Medium diacritics: λοιδοριστής Low diacritics: λοιδοριστής Capitals: ΛΟΙΔΟΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: loidoristḗs Transliteration B: loidoristēs Transliteration C: loidoristis Beta Code: loidoristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = λοίδορος (railing, abusive, railer), Hsch. s.v. κόβειρος.

Greek Monolingual

λοιδοριστής, ὁ (Α)
υβριστής, κακολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λοιδοριστής αντί του ορθτ. λοιδορητής < λοιδορώ κατά τα παρ. τών ρ. σε -ίζω (πρβλ. υβρ-ισ-της)].