προβασκάνιον: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προβασκάνιον''': τό, (βάσκᾰνος) [[φυλακτήριον]] κατὰ βασκανίας ἢ μαγείας, [[φυλακτήριον]] ὃ ἐξήρτων πρὸ τῶν ἐργαστηρίων αὐτῶν οἱ ἀρχαῖοι, Πλούτ. 2. 681F, Εὐστ. Πονημάτ. 41. 27, Ἡσύχ. ἐν λ. [[κεράμβηλον]]: ― [[Κατὰ]] τὸν Φρύν. σ. 86 ἔκδ. Λοβεκ.: «[[βασκάνιον]] λέγουσιν οἱ ἀρχαῖοι, οὐ [[προβασκάνιον]] [[μετὰ]] τῆς πρό· ἀδόκιμον γάρ», πρβλ. Α. Β. 30, 5.
|lstext='''προβασκάνιον''': τό, (βάσκᾰνος) [[φυλακτήριον]] κατὰ βασκανίας ἢ μαγείας, [[φυλακτήριον]] ὃ ἐξήρτων πρὸ τῶν ἐργαστηρίων αὐτῶν οἱ ἀρχαῖοι, Πλούτ. 2. 681F, Εὐστ. Πονημάτ. 41. 27, Ἡσύχ. ἐν λ. [[κεράμβηλον]]: ― [[Κατὰ]] τὸν Φρύν. σ. 86 ἔκδ. Λοβεκ.: «[[βασκάνιον]] λέγουσιν οἱ ἀρχαῖοι, οὐ [[προβασκάνιον]] μετὰ τῆς πρό· ἀδόκιμον γάρ», πρβλ. Α. Β. 30, 5.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:05, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβασκάνιον Medium diacritics: προβασκάνιον Low diacritics: προβασκάνιον Capitals: ΠΡΟΒΑΣΚΑΝΙΟΝ
Transliteration A: probaskánion Transliteration B: probaskanion Transliteration C: provaskanion Beta Code: probaska/nion

English (LSJ)

τό, A safeguard against witchcraft, amulet or scarecrow hung up before workshops or in fields. LXX Ep.Je.70, Plu.2.681f, Hsch. s.v. κεράμβηλον; = muttonius, Gloss. (also προβασκαντον, = muttonium, ib.); less correct than βασκάνιον, Phryn.68.

German (Pape)

[Seite 710] τό, Mittel gegen das Beschreien, Behexen, Amulet, Plut. Symp. 5, 7, 3; vgl. Lob. Phryn. 86; nach Phryn. bei B. A. p. 30 Ausdruck der ἀμαθεῖς für βασκάνιον; er erkl. es als ἀνθρωποειδὲς κατασκεύασμα, βραχὺ παρηλλαγμένον τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν, ὃ πρὸ τῶν ἐργαστηρίων οἱ χειρώνακτες κρεμαννύουσι τοῦ μὴ βασκαίνεσθαι αὐτῶν τὴν ἐργασίαν; vgl. Poll. 7, 108. – Auch ein Popanz, um Thiere, bes. Vögel zu verscheuchen, Vogelscheuche, wozu man bes. hölzerne Priapusbilder nahm, vgl. Plut. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

προβασκάνιον: τό, (βάσκᾰνος) φυλακτήριον κατὰ βασκανίας ἢ μαγείας, φυλακτήριον ὃ ἐξήρτων πρὸ τῶν ἐργαστηρίων αὐτῶν οἱ ἀρχαῖοι, Πλούτ. 2. 681F, Εὐστ. Πονημάτ. 41. 27, Ἡσύχ. ἐν λ. κεράμβηλον: ― Κατὰ τὸν Φρύν. σ. 86 ἔκδ. Λοβεκ.: «βασκάνιον λέγουσιν οἱ ἀρχαῖοι, οὐ προβασκάνιον μετὰ τῆς πρό· ἀδόκιμον γάρ», πρβλ. Α. Β. 30, 5.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte d’amulette contre les maléfices.
Étymologie: πρό, βάσκανος.

Russian (Dvoretsky)

προβασκάνιον: (κᾰ) τό защита от злых чар, амулет Plut.