ξυρίας: Difference between revisions
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksyrias | |Transliteration C=ksyrias | ||
|Beta Code=curi/as | |Beta Code=curi/as | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=ου, ὁ, [[shaveling]], <span class="bibl">Poll.4.133</span>, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[πριαμωθήσομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 05:35, 24 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, shaveling, Poll.4.133, Hsch. s.v. πριαμωθήσομαι.
German (Pape)
[Seite 282] ὁ, der Geschorene, Poll. 4, 133.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠρίας: -ου, ὁ, Τραγικὸν πρόσωπον τοῦ θεάτρου, «ὁ μὲν ξυρίας πρεσβύτατος τῶν γερόντων, λευκὸς τὴν κόμην· προσκείμεναι τῷ ὄγκῳ αἱ τρίχες. ὄγκος δέ ἐστι τὸ ὑπὲρ τὸ πρόσωπον ἀνέχον εἰς ὕψος λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ γένειον ἐν χρῷ κουρίας ἐστὶν ὁ ξυρίας, ἐπιμήκης ὢν τὰς παρειὰς» Πολυδ. Δ΄, 133, Ἡσύχ. ἐν λέξ. πριαμωθήσομαι.
Greek Monolingual
ξυρίας, ὁ (Α)
(για ηθοποιό της τραγωδίας) ξυρισμένος («ὁ μὲν ξυρίας πρεσβύτατος τῶν γερόντων λευκὸς τὴν κόμηνπροσκείμενοι τῷ ὄγκῳ αἱ τρίχες, ὄγκος δὲ ἐστι τὸ ὑπέρ τὸ πρόσωπον ἀνέχον εἰς ὕψος λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ γένειον ἐν χρῷ κουρίας ἐστὶν ὁ ξυρίας, ἐπιμήκης ὤν τὰς παρειάς», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. πωγων-ίας)].