ἱππιατρικός: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
mNo edit summary
Line 9: Line 9:
|Beta Code=i(ppiatriko/s
|Beta Code=i(ppiatriko/s
|Definition=ή, όν, of or [[for farriery]]; [[ἱππιατρικόν]], τό, a [[work on farriery]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Χείρων]]; [[ἱππιατρικά]], τά, title of extant compilation; also [[ἱππιατρικόν]], τό, [[tax on farriers]], PHib. 1.45.21 (iii BC).
|Definition=ή, όν, of or [[for farriery]]; [[ἱππιατρικόν]], τό, a [[work on farriery]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Χείρων]]; [[ἱππιατρικά]], τά, title of extant compilation; also [[ἱππιατρικόν]], τό, [[tax on farriers]], PHib. 1.45.21 (iii BC).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἱππιατρικός]], -ή, -όν, Μ θηλ. και [[ἱπποϊατρική]]) [[ιππίατρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θεραπεία]] τών αλόγων<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ιππιατρική</i><br />[[κλάδος]] της κτηνιατρικής που έχει [[αντικείμενο]] τη [[διάγνωση]] και [[θεραπεία]] διαφόρων παθήσεων που προσβάλλουν τα άλογα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>[[τὸ ἱππιατρικόν]]</i><br />[[φόρος]] που επιβαλλόταν στους ιππιάτρους για την [[άσκηση]] του επαγγέλματος<br /><b>2.</b> φρ. «Ἱππιατρικῶν βιβλία δύο» — [[τίτλος]] ενός συμπληρωματικού εγχειριδίου ιππιατρικής που διαιρείται σε δύο βιβλία, τα οποία σώζονται ώς [[σήμερα]], γραμμένου από άγνωστο μεταγενέστερο συγγραφέα.
}}
}}

Revision as of 09:32, 20 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππιατρικός Medium diacritics: ἱππιατρικός Low diacritics: ιππιατρικός Capitals: ΙΠΠΙΑΤΡΙΚΟΣ
Transliteration A: hippiatrikós Transliteration B: hippiatrikos Transliteration C: ippiatrikos Beta Code: i(ppiatriko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for farriery; ἱππιατρικόν, τό, a work on farriery, Suid. s.v. Χείρων; ἱππιατρικά, τά, title of extant compilation; also ἱππιατρικόν, τό, tax on farriers, PHib. 1.45.21 (iii BC).

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἱππιατρικός, -ή, -όν, Μ θηλ. και ἱπποϊατρική) ιππίατρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεραπεία τών αλόγων
2. το θηλ. ως ουσ. η ιππιατρική
κλάδος της κτηνιατρικής που έχει αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία διαφόρων παθήσεων που προσβάλλουν τα άλογα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππιατρικόν
φόρος που επιβαλλόταν στους ιππιάτρους για την άσκηση του επαγγέλματος
2. φρ. «Ἱππιατρικῶν βιβλία δύο» — τίτλος ενός συμπληρωματικού εγχειριδίου ιππιατρικής που διαιρείται σε δύο βιβλία, τα οποία σώζονται ώς σήμερα, γραμμένου από άγνωστο μεταγενέστερο συγγραφέα.