φακιόλιον: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φακιόλιον''': τό, = τῷ Λατ. [[fasciola]], κοινῶς «[[φακιόλι]]», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 729, Βυζ. | |lstext='''φακιόλιον''': τό, = τῷ Λατ. [[fasciola]], κοινῶς «[[φακιόλι]]», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 729, Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / [[φακιόλιον]], ΝΜΑ, και [[φακεόλιον]] και [[φακεώλιον]] και [[φακιώλιον]] και [[φακιάλιον]] και [[φακιάριον]] και [[πακιάλιον]] Α<br />[[είδος]] γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. [[μαντίλα]], [[τσεμπέρι]], [[τουλπάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λατ</i>. <i>[[faciale]]</i> «[[μαντίλι]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. [[facies]] «[[όψη]], [[πρόσωπο]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:42, 6 February 2021
English (LSJ)
τό, A = φακιάλιον (faciale, face-cloth, turban, towel), Sch.Ar.Pl.729; written φακιώλιον Stud.Pal.20.245.23 (vi A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
φακιόλιον: τό, = τῷ Λατ. fasciola, κοινῶς «φακιόλι», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 729, Βυζ.
Greek Monolingual
το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α
είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciale «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»].