Διο-: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Dio- | |Transliteration C=Dio- | ||
|Beta Code=*dio | |Beta Code=*dio | ||
|Definition=(in Ep. Δῑο- metri gr.), in compds., both | |Definition=(in Ep. Δῑο- metri gr.), in compds., both sprung from [[Zeus]] or the [[god]]s, and [[godlike]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Διο-''': εὕρηται ἐν ἀρχῇ πολλῶν συνθέτων ὀνομάτων κυρίων τε καὶ προσηγορικῶν, ἅτινα σημαίνουσιν οὐχὶ μόνον τὸ γεγενῆσθαι ἐκ τοῦ [[Διός]] ἢ τῶν θεῶν, ἀλλὰ [[καθόλου]], [[ἔξοχος]], [[θεοειδής]], [[λαμπρός]], ὡς ἐν συνθέσεσι τὸ θεο-. | |lstext='''Διο-''': εὕρηται ἐν ἀρχῇ πολλῶν συνθέτων ὀνομάτων κυρίων τε καὶ προσηγορικῶν, ἅτινα σημαίνουσιν οὐχὶ μόνον τὸ γεγενῆσθαι ἐκ τοῦ [[Διός]] ἢ τῶν θεῶν, ἀλλὰ [[καθόλου]], [[ἔξοχος]], [[θεοειδής]], [[λαμπρός]], ὡς ἐν συνθέσεσι τὸ θεο-. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 24 August 2022
English (LSJ)
(in Ep. Δῑο- metri gr.), in compds., both sprung from Zeus or the gods, and godlike.
Greek (Liddell-Scott)
Διο-: εὕρηται ἐν ἀρχῇ πολλῶν συνθέτων ὀνομάτων κυρίων τε καὶ προσηγορικῶν, ἅτινα σημαίνουσιν οὐχὶ μόνον τὸ γεγενῆσθαι ἐκ τοῦ Διός ἢ τῶν θεῶν, ἀλλὰ καθόλου, ἔξοχος, θεοειδής, λαμπρός, ὡς ἐν συνθέσεσι τὸ θεο-.