ὀμφαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀμφαῖος, -αία, -ον, θηλ. και ὀμφαίη (Α) [[ομφή]]<br /><b>1.</b> αυτός που προμαντεύει, [[προφητικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Ὀμφαίη</i><br />(σε [[προσωποποίηση]]) θεά της μαντικής.
|mltxt=[[ὀμφαῖος]], -αία, -ον, θηλ. και [[ὀμφαίη]] (Α) [[ομφή]]<br /><b>1.</b> αυτός που προμαντεύει, [[προφητικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Ὀμφαίη</i><br />(σε [[προσωποποίηση]]) θεά της μαντικής.
}}
}}

Revision as of 12:49, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφαῖος Medium diacritics: ὀμφαῖος Low diacritics: ομφαίος Capitals: ΟΜΦΑΙΟΣ
Transliteration A: omphaîos Transliteration B: omphaios Transliteration C: omfaios Beta Code: o)mfai=os

English (LSJ)

α, ον, (ὀμφή) A prophetic, oracular, πέτρη Nonn.D.9.284, al. II Ὀμφαίη, ἡ, as a goddess, Emp.123.3.

German (Pape)

[Seite 342] eine vorbedeutende Stimne, ein Wahrzeichen gebend, wahrsagend, Nonn. D. 9, 283. 12, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφαῖος: -α, -ον, (ὀμφὴ) προφητικός, προλέγων, Νόνν. Δ. 9. 284 κ. ἀλλ.· - Ὀμφαίη, ἡ, ὡς θεά, Ἐμπεδ. 28.

Greek Monolingual

ὀμφαῖος, -αία, -ον, θηλ. και ὀμφαίη (Α) ομφή
1. αυτός που προμαντεύει, προφητικός
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ὀμφαίη
(σε προσωποποίηση) θεά της μαντικής.