ὀμφαῖος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, (ὀμφή)
A prophetic, oracular, πέτρη Nonn.D.9.284, al.
II Ὀμφαίη, ἡ, as a goddess, Emp.123.3.
German (Pape)
[Seite 342] eine vorbedeutende Stimne, ein Wahrzeichen gebend, wahrsagend, Nonn. D. 9, 283. 12, 42.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφαῖος: -α, -ον, (ὀμφὴ) προφητικός, προλέγων, Νόνν. Δ. 9. 284 κ. ἀλλ.· - Ὀμφαίη, ἡ, ὡς θεά, Ἐμπεδ. 28.
Greek Monolingual
ὀμφαῖος, -αία, -ον, θηλ. και ὀμφαίη (Α) ομφή
1. αυτός που προμαντεύει, προφητικός
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ὀμφαίη
(σε προσωποποίηση) θεά της μαντικής.