ἕρμαξ: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ermaks
|Transliteration C=ermaks
|Beta Code=e(/rmac
|Beta Code=e(/rmac
|Definition=ᾰκος, ἡ, ([[ἕρμα]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[heap of stones]], [[cairn]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>150</span>; <b class="b3">λίθακές τε καὶ ἕρμακες</b> Epic. in <span class="title">Arch.Pap.</span>7.10. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[ἕρμα]] 1.2, Hsch.</span>
|Definition=ᾰκος, ἡ, ([[ἕρμα]])<br><span class="bld">A</span> [[heap of stones]], [[cairn]], Nic.''Th.''150; <b class="b3">λίθακές τε καὶ ἕρμακες</b> Epic. in ''Arch.Pap.''7.10.<br><span class="bld">II</span> = [[ἕρμα]] 1.2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕρμᾰξ Medium diacritics: ἕρμαξ Low diacritics: έρμαξ Capitals: ΕΡΜΑΞ
Transliteration A: hérmax Transliteration B: hermax Transliteration C: ermaks Beta Code: e(/rmac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ, (ἕρμα)
A heap of stones, cairn, Nic.Th.150; λίθακές τε καὶ ἕρμακες Epic. in Arch.Pap.7.10.
II = ἕρμα 1.2, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἕρμαξ: -ᾰκος, ἡ, (ἐκ τοῦ ἕρμα, πρβλ. λίθαξ), σωρὸς λίθων, συσσωρευόμενος περὶ τὸ παρὰ τὴν ὁδὸν ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ κατὰ παλαιὰν συνήθειαν, καθ’ ἣν ἕκαστος διαβάτης διερχόμενος ἔρριπτεν ἕνα λίθον εἰς τὸν σωρόν, Νικ. Θ.150 πρβλ. Ἑρμαῖος, Ἐρμεῖον. ΙΙ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἕρμακες· αἱ ὕφαλοι πέτραι».

Greek Monolingual

ἕρμαξ, ὁ (Α) έρμα
1. σωρός από πέτρες γύρω από αγάλματα του Ερμή που τοποθετούσαν στις οδούς, σχηματιζόμενος εξαιτίας της παλιάς συνήθειας τών αρχαίων να ρίχνει κάθε διαβάτης μια πέτρα στον σωρό, ο αρμακάς
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἕρμακες
ὕφαλοι πέτραι».