προσιδρύω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κοντά]] («προσιδρύειν ἑαυτοὺς τῲ θεῲ», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσιδρύομαι</i><br />[[θεμελιώνω]] [[κοντά]] ή [[κατά]] [[προσθήκη]] [[προς]] [[αύξηση]] («νυνὶ δὲ τοῖς | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κοντά]] («προσιδρύειν ἑαυτοὺς τῲ θεῲ», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσιδρύομαι</i><br />[[θεμελιώνω]] [[κοντά]] ή [[κατά]] [[προσθήκη]] [[προς]] [[αύξηση]] («νυνὶ δὲ τοῖς βωμοῖς εἰς τὴν ἱερουργίαν προσιδρυμένος», Ηλιόδ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (σχετικά με την [[ιερεία]]) εγκαθίσταμαι στην [[υπηρεσία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 18 June 2022
English (LSJ)
A place near, ἑαυτοὺς τῷ θεῷ Procl.in Alc.p.138C.:— Med., found in addition or near to, IG2.1649:—Pass., βωμὸς -ιδρυμένος Hld.10.18. II Pass., to be installed in office, of a priestess, IG22.1346.19.
Greek (Liddell-Scott)
προσιδρύω: ἱδρύω, τοποθετῶ πλησίον, τινά τινι Πρόκλ. ἐν Πλάτ. Ἀλκ. σ. 138 Creuz.
Greek Monolingual
Α
1. τοποθετώ κοντά («προσιδρύειν ἑαυτοὺς τῲ θεῲ», Πρόκλ.)
2. μέσ. προσιδρύομαι
θεμελιώνω κοντά ή κατά προσθήκη προς αύξηση («νυνὶ δὲ τοῖς βωμοῖς εἰς τὴν ἱερουργίαν προσιδρυμένος», Ηλιόδ.)
3. παθ. (σχετικά με την ιερεία) εγκαθίσταμαι στην υπηρεσία.