ευεξία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐεξία]]) [[ευεκτός]]<br />η καλή [[κατάσταση]] του σώματος, η καλή [[κατάσταση]] της υγείας («[[εὐεξία]] τῶν σωμάτων καὶ [[καχεξία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η καλή οικονομική [[κατάσταση]], η υλική [[ευημερία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[επιδεξιότητα]], η [[ικανότητα]] («[[εὐεξία]] ἐν τοῖς πολεμικοῑς», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐεξία]]) [[ευεκτός]]<br />η καλή [[κατάσταση]] του σώματος, η καλή [[κατάσταση]] της υγείας («[[εὐεξία]] τῶν σωμάτων καὶ [[καχεξία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η καλή οικονομική [[κατάσταση]], η υλική [[ευημερία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[επιδεξιότητα]], η [[ικανότητα]] («[[εὐεξία]] ἐν τοῖς πολεμικοῖς», <b>Πολ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 18 June 2022

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐεξία) ευεκτός
η καλή κατάσταση του σώματος, η καλή κατάσταση της υγείας («εὐεξία τῶν σωμάτων καὶ καχεξία», Πλάτ.)
νεοελλ.
η καλή οικονομική κατάσταση, η υλική ευημερία
αρχ.
η επιδεξιότητα, η ικανότηταεὐεξία ἐν τοῖς πολεμικοῖς», Πολ.).