ωφέλεια: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὠφέλεια]], ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[ὠφελία]], και ιων. τ. ὠφελίη, Α [[ὠφελώ]]<br />όφελος, [[κέρδος]], [[απολαβή]], [[χρησιμότητα]], [[συμφέρον]] (α. «δεν υπάρχει [[καμιά]] [[ωφέλεια]] σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πόλεμο) α) [[βοήθεια]], [[προστασία]], [[υποστήριξη]] («ὠφελίαν... ἀνδρὶ φέρειν», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[λάφυρο]], [[λεία]] («ταῑς ἐξ αὐτοῡ τοῦ πολέμου... ὠφελείαις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θήραμα]], [[κυνήγι]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με ληστή) [[προϊόν]] διαρπαγής<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὠφέλειαι</i><br />[[πηγή]] κέρδους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν ὠφελείᾳ ἐστί» — [[είναι]] ωφέλιμο <b>(Ισοκρ.)</b><br />β) «[[ὠφέλεια]] περὶ τὸ πρᾱγμα»<br />(δικαν. όρος) η άμεση [[ωφέλεια]] που προέρχεται από ένα [[πράγμα]]<br />γ) «[[ὠφέλεια]] έξω τοῦ πράγματος»<br />(δικαν. όρος) η έμμεση [[ωφέλεια]] που προέρχεται από ένα [[πράγμα]] με τη [[συνδρομή]] διαφόρων εξωτερικών παραγόντων.
|mltxt=η / [[ὠφέλεια]], ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[ὠφελία]], και ιων. τ. ὠφελίη, Α [[ὠφελώ]]<br />όφελος, [[κέρδος]], [[απολαβή]], [[χρησιμότητα]], [[συμφέρον]] (α. «δεν υπάρχει [[καμιά]] [[ωφέλεια]] σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πόλεμο) α) [[βοήθεια]], [[προστασία]], [[υποστήριξη]] («ὠφελίαν... ἀνδρὶ φέρειν», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[λάφυρο]], [[λεία]] («ταῖς ἐξ αὐτοῡ τοῦ πολέμου... ὠφελείαις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θήραμα]], [[κυνήγι]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με ληστή) [[προϊόν]] διαρπαγής<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὠφέλειαι</i><br />[[πηγή]] κέρδους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν ὠφελείᾳ ἐστί» — [[είναι]] ωφέλιμο <b>(Ισοκρ.)</b><br />β) «[[ὠφέλεια]] περὶ τὸ πρᾱγμα»<br />(δικαν. όρος) η άμεση [[ωφέλεια]] που προέρχεται από ένα [[πράγμα]]<br />γ) «[[ὠφέλεια]] έξω τοῦ πράγματος»<br />(δικαν. όρος) η έμμεση [[ωφέλεια]] που προέρχεται από ένα [[πράγμα]] με τη [[συνδρομή]] διαφόρων εξωτερικών παραγόντων.
}}
}}

Revision as of 09:05, 27 March 2021

Greek Monolingual

η / ὠφέλεια, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὠφελία, και ιων. τ. ὠφελίη, Α ὠφελώ
όφελος, κέρδος, απολαβή, χρησιμότητα, συμφέρον (α. «δεν υπάρχει καμιά ωφέλεια σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», Θουκ.)
αρχ.
1. (ιδίως σχετικά με πόλεμο) α) βοήθεια, προστασία, υποστήριξη («ὠφελίαν... ἀνδρὶ φέρειν», Ευρ.)
β) λάφυρο, λεία («ταῖς ἐξ αὐτοῡ τοῦ πολέμου... ὠφελείαις», Πολ.)
2. θήραμα, κυνήγι
3. (σχετικά με ληστή) προϊόν διαρπαγής
4. στον πληθ. αἱ ὠφέλειαι
πηγή κέρδους
5. φρ. α) «ἐν ὠφελείᾳ ἐστί» — είναι ωφέλιμο (Ισοκρ.)
β) «ὠφέλεια περὶ τὸ πρᾱγμα»
(δικαν. όρος) η άμεση ωφέλεια που προέρχεται από ένα πράγμα
γ) «ὠφέλεια έξω τοῦ πράγματος»
(δικαν. όρος) η έμμεση ωφέλεια που προέρχεται από ένα πράγμα με τη συνδρομή διαφόρων εξωτερικών παραγόντων.