κρεανομώ: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κρεανομῶ και κρεωνομῶ, -έω (Α) [[κρεανόμος]]<br /><b>1.</b> [[διανέμω]] [[κρέας]], [[μοιράζω]] κομμάτια κρέατος, [[ιδίως]] από τα θύματα της θυσίας<br /><b>2.</b> [[κόβω]] σε κομμάτια, [[διαχωρίζω]], [[διαμοιράζω]] («κρεανομῶν τὰ σώματα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κρεανομοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />μοιράζομαι [[κάτι]] με άλλους («αἱ δ' ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῑκες», <b>Θεόκρ.</b>).
|mltxt=κρεανομῶ και κρεωνομῶ, -έω (Α) [[κρεανόμος]]<br /><b>1.</b> [[διανέμω]] [[κρέας]], [[μοιράζω]] κομμάτια κρέατος, [[ιδίως]] από τα θύματα της θυσίας<br /><b>2.</b> [[κόβω]] σε κομμάτια, [[διαχωρίζω]], [[διαμοιράζω]] («κρεανομῶν τὰ σώματα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κρεανομοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />μοιράζομαι [[κάτι]] με άλλους («αἱ δ' ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες», <b>Θεόκρ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

κρεανομῶ και κρεωνομῶ, -έω (Α) κρεανόμος
1. διανέμω κρέας, μοιράζω κομμάτια κρέατος, ιδίως από τα θύματα της θυσίας
2. κόβω σε κομμάτια, διαχωρίζω, διαμοιράζω («κρεανομῶν τὰ σώματα», Διόδ.)
3. μέσ. κρεανομοῦμαι, -έομαι
μοιράζομαι κάτι με άλλους («αἱ δ' ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες», Θεόκρ.).