μεταγεννώ: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μεταγεννῶ, -άω (Α, Μ μέσ. μεταγεννοῦμαι)<br /><b>μέσ.</b> <i>μεταγεννῶμαι</i> και <i>μεταγεννοῦμαι</i><br />ξαναγεννιέμαι<br /><b>μσν.</b><br />[[αλλάζω]], μεταβάλλομαι<br /><b>αρχ.</b><br />[[δίνω]] νέα ζωή σε [[κάτι]], [[ξανανιώνω]], [[αναγεννώ]], [[αναζωογονώ]] [[κάτι]] («μεταποιεῑ καὶ μεταγεννᾷ τὰς ψυχάς», <b>Ιώσ.</b>).
|mltxt=μεταγεννῶ, -άω (Α, Μ μέσ. μεταγεννοῦμαι)<br /><b>μέσ.</b> <i>μεταγεννῶμαι</i> και <i>μεταγεννοῦμαι</i><br />ξαναγεννιέμαι<br /><b>μσν.</b><br />[[αλλάζω]], μεταβάλλομαι<br /><b>αρχ.</b><br />[[δίνω]] νέα ζωή σε [[κάτι]], [[ξανανιώνω]], [[αναγεννώ]], [[αναζωογονώ]] [[κάτι]] («μεταποιεῖ καὶ μεταγεννᾷ τὰς ψυχάς», <b>Ιώσ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 28 March 2021

Greek Monolingual

μεταγεννῶ, -άω (Α, Μ μέσ. μεταγεννοῦμαι)
μέσ. μεταγεννῶμαι και μεταγεννοῦμαι
ξαναγεννιέμαι
μσν.
αλλάζω, μεταβάλλομαι
αρχ.
δίνω νέα ζωή σε κάτι, ξανανιώνω, αναγεννώ, αναζωογονώ κάτι («μεταποιεῖ καὶ μεταγεννᾷ τὰς ψυχάς», Ιώσ.).