ρύζω: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα") |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ῥυζῶ, -έω, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[ράζω]], [[γρυλλίζω]] ή [[γαβγίζω]]<br /><b>2.</b> (για [[γεράκι]]) [[κρώζω]], [[κράζω]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ῥύζουσι<br />διαμωκῶνται, | |mltxt=και ῥυζῶ, -έω, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[ράζω]], [[γρυλλίζω]] ή [[γαβγίζω]]<br /><b>2.</b> (για [[γεράκι]]) [[κρώζω]], [[κράζω]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ῥύζουσι<br />διαμωκῶνται, μισοῦσι, γογγύζουσι» <br />β) «ῥυζῶν<br />πενθῶν<br />διὰ τὸ τοὺς πενθοῦντας ἄναυδόν τινα ἦχον προφέρειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[είναι]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας (<b>πρβλ.</b> [[ῥάζω]] και τα συνώνυμα ρ. σε -<i>ύζω</i>: [[γρύζω]], [[ἰύζω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 28 March 2021
Greek Monolingual
και ῥυζῶ, -έω, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) ράζω, γρυλλίζω ή γαβγίζω
2. (για γεράκι) κρώζω, κράζω
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥύζουσι
διαμωκῶνται, μισοῦσι, γογγύζουσι»
β) «ῥυζῶν
πενθῶν
διὰ τὸ τοὺς πενθοῦντας ἄναυδόν τινα ἦχον προφέρειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. είναι προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. ῥάζω και τα συνώνυμα ρ. σε -ύζω: γρύζω, ἰύζω)].