λυσιτελώ: Difference between revisions
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α λυσιτελῶ, -έω) [[λυσιτελής]]<br />[[αποβαίνω]] [[ωφέλιμος]], [[παρέχω]] [[κέρδος]] («οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν [[σφῷν]] [τοῦτο]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποζημιώνω]] για [[δαπάνη]] που έγινε ή [[πληρώνω]] τα οφειλόμενα<br /><b>2.</b> (συν. ως απρόσ.) <i>λυσιτελεῑ μοι</i><br />[[είναι]] καλύτερα για μένα, μέ συμφέρει<br /><b>3.</b> (με κακή [[έννοια]]) [[συνωμοτώ]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ | |mltxt=(Α λυσιτελῶ, -έω) [[λυσιτελής]]<br />[[αποβαίνω]] [[ωφέλιμος]], [[παρέχω]] [[κέρδος]] («οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν [[σφῷν]] [τοῦτο]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποζημιώνω]] για [[δαπάνη]] που έγινε ή [[πληρώνω]] τα οφειλόμενα<br /><b>2.</b> (συν. ως απρόσ.) <i>λυσιτελεῑ μοι</i><br />[[είναι]] καλύτερα για μένα, μέ συμφέρει<br /><b>3.</b> (με κακή [[έννοια]]) [[συνωμοτώ]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ λυσιτελοῦν | ||
</i><br />[[ωφέλεια]], [[κέρδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:17, 27 March 2021
Greek Monolingual
(Α λυσιτελῶ, -έω) λυσιτελής
αποβαίνω ωφέλιμος, παρέχω κέρδος («οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν σφῷν [τοῦτο]», Αριστοφ.)
αρχ.
1. αποζημιώνω για δαπάνη που έγινε ή πληρώνω τα οφειλόμενα
2. (συν. ως απρόσ.) λυσιτελεῑ μοι
είναι καλύτερα για μένα, μέ συμφέρει
3. (με κακή έννοια) συνωμοτώ
4. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ λυσιτελοῦν
ωφέλεια, κέρδος.