μετακοσμώ: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=μετακοσμῶ, -έω (Α)<br />[[μεταβάλλω]] μια [[διακόσμηση]] ή [[τάξη]] ή [[κατάσταση]], [[μεταρρυθμίζω]] (α. «[[οὕτως]] | |mltxt=μετακοσμῶ, -έω (Α)<br />[[μεταβάλλω]] μια [[διακόσμηση]] ή [[τάξη]] ή [[κατάσταση]], [[μεταρρυθμίζω]] (α. «[[οὕτως]] μετακοσμεῖται πρὸς τὸ φῶς ἡ [[πτέρωσις]]», <b>Λουκιαν.</b><br />β. <b>μτφ.</b> «μετακοσμεῖν τινας ἐπὶ τὸ βέλτιον», Ιωσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κοσμῶ</i> «[[στολίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κόσμος]] «[[τάξη]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:42, 13 October 2022
Greek Monolingual
μετακοσμῶ, -έω (Α)
μεταβάλλω μια διακόσμηση ή τάξη ή κατάσταση, μεταρρυθμίζω (α. «οὕτως μετακοσμεῖται πρὸς τὸ φῶς ἡ πτέρωσις», Λουκιαν.
β. μτφ. «μετακοσμεῖν τινας ἐπὶ τὸ βέλτιον», Ιωσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κοσμῶ «στολίζω» (< κόσμος «τάξη»)].