ενεγκείν: Difference between revisions
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐνεγκεῖν (Α)<br />απρμφ. αόρ. του [[φέρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>enek</i>, [[τότε]] η ετεροιωμένη [[μορφή]] <i>enok</i>- (με [[αττικό]] αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. <i>εν</i>-<i>ήνοχ</i>-<i>α</i>, ενώ η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>enk</i>, που μαρτυρείται παράλληλα [[προς]] την αρχική ( | |mltxt=ἐνεγκεῖν (Α)<br />απρμφ. αόρ. του [[φέρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>enek</i>, [[τότε]] η ετεροιωμένη [[μορφή]] <i>enok</i>- (με [[αττικό]] αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. <i>εν</i>-<i>ήνοχ</i>-<i>α</i>, ενώ η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>enk</i>, που μαρτυρείται παράλληλα [[προς]] την αρχική ([[πρβλ]]. <i>αλκ</i>-, στο <i>αλ</i>-<i>αλκ</i>-<i>είν</i>, και <i>αλεξ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>αλεκ</i>-<i>σ</i>-) απαντά μόνο στον αναδιπλασιασμένο αόρ. <i>εν</i>-<i>εγκ</i>-<i>είν</i> ([[πρβλ]]. <i>αλ</i>-<i>αλκ</i>-<i>είν</i>), που λειτουργεί ως [[αόριστος]] του [[φέρω]], [[μολονότι]] κατ' άλλους το <i>εν</i> θεωρήθηκε [[πρόθεση]]. Από συμφυρμό τών <i>εγκ</i>- και <i>ενεκ</i>- προκύπτει θ. <i>ενεγκ</i>- που απαντά στον τ. <i>εν</i>-<i>ήνεγκ</i>-<i>ται</i>. Τέλος, οι ονοματικοί τύποι σε -<i>ηνεκές</i> ([[πρβλ]]. <i>δουρ</i>-[[ηνεκής]], <i>ποδ</i>-[[ηνεκής]]) εμφανίζουν πιθ. θ. <i>ενεκ</i>-, ενώ το -<i>η</i>- οφείλεται σε [[επίδραση]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>ομ</i>-<i>ώνυμος</i>). Αν οι μονοσύλλαβες ρίζες <i>enk</i>-, <i>onk</i>-, <i>nek</i>-, <i>nok</i>- [[είναι]] μεταπτωτικές βαθμίδες της αρχικής δισύλλαβης <i>enek</i>-, οι ελληνικοί τύποι μπορούν να συνδεθούν με αντίστοιχους άλλων ΙΕ γλωσσών ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. παρακμ. <i>ā</i><i>n</i>-<i>amśa</i>, αρχ. ινδ. <i>t</i>-<i>ā</i><i>n</i>-<i>ac</i>, «ήρθα», λιθ. <i>neš</i>-<i>u</i>, αρχ. σλαβ. <i>nes</i>-<i>ο</i> «[[φέρνω]]», αρχ. ινδ. <i>naśati</i>, γοτθ. <i>ga</i>-<i>nah</i> «αρκεί», [[αλλά]] και λατ. <i>nancior</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἐνεγκεῖν (Α)
απρμφ. αόρ. του φέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη ρίζα enek, τότε η ετεροιωμένη μορφή enok- (με αττικό αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. εν-ήνοχ-α, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα enk, που μαρτυρείται παράλληλα προς την αρχική (πρβλ. αλκ-, στο αλ-αλκ-είν, και αλεξ- < αλεκ-σ-) απαντά μόνο στον αναδιπλασιασμένο αόρ. εν-εγκ-είν (πρβλ. αλ-αλκ-είν), που λειτουργεί ως αόριστος του φέρω, μολονότι κατ' άλλους το εν θεωρήθηκε πρόθεση. Από συμφυρμό τών εγκ- και ενεκ- προκύπτει θ. ενεγκ- που απαντά στον τ. εν-ήνεγκ-ται. Τέλος, οι ονοματικοί τύποι σε -ηνεκές (πρβλ. δουρ-ηνεκής, ποδ-ηνεκής) εμφανίζουν πιθ. θ. ενεκ-, ενώ το -η- οφείλεται σε επίδραση του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. ομ-ώνυμος). Αν οι μονοσύλλαβες ρίζες enk-, onk-, nek-, nok- είναι μεταπτωτικές βαθμίδες της αρχικής δισύλλαβης enek-, οι ελληνικοί τύποι μπορούν να συνδεθούν με αντίστοιχους άλλων ΙΕ γλωσσών (πρβλ. αρχ. ινδ. παρακμ. ān-amśa, αρχ. ινδ. t-ān-ac, «ήρθα», λιθ. neš-u, αρχ. σλαβ. nes-ο «φέρνω», αρχ. ινδ. naśati, γοτθ. ga-nah «αρκεί», αλλά και λατ. nancior)].