μέλπηθρα: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μέλπηθρα]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> (για άταφο [[πτώμα]]) [[λεία]] τών κτηνών («μὴ κεῖνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' [[αὖθι]] κυνῶν [[μέλπηθρα]] γένοιτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέλπηθρα]]<br />σπαράγματα, παίγνια, ἑλκύσματα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλπω]] «[[εξυμνώ]], [[τραγουδώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θρον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έλκη</i>-<i>θρο</i>)].
|mltxt=[[μέλπηθρα]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> (για άταφο [[πτώμα]]) [[λεία]] τών κτηνών («μὴ κεῖνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' [[αὖθι]] κυνῶν [[μέλπηθρα]] γένοιτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέλπηθρα]]<br />σπαράγματα, παίγνια, ἑλκύσματα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλπω]] «[[εξυμνώ]], [[τραγουδώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θρον</i> ([[πρβλ]]. <i>έλκη</i>-<i>θρο</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλπηθρα Medium diacritics: μέλπηθρα Low diacritics: μέλπηθρα Capitals: ΜΕΛΠΗΘΡΑ
Transliteration A: mélpēthra Transliteration B: melpēthra Transliteration C: melpithra Beta Code: me/lphqra

English (LSJ)

τά, (μέλπω) A means of playing, plaything: Hom. (only in Il.) always in pl., of an unburied corpse, sport, plaything, κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο a sport of dogs, 13.233; κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι 17.255.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
seul. au plur.
amusement, jouet.
Étymologie: μέλπω.

Greek Monolingual

μέλπηθρα, τὰ (Α)
1. (για άταφο πτώμα) λεία τών κτηνών («μὴ κεῖνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «μέλπηθρα
σπαράγματα, παίγνια, ἑλκύσματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλπω «εξυμνώ, τραγουδώ» + επίθημα -θρον (πρβλ. έλκη-θρο)].