Παρνασιάς: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α<br />αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῖν... Παρνασίαν [[ὑπὲρ]] κλιτύν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Παρνασ</i>(<i>σ</i>)<i>ός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Κρον</i>-<i>ιάς</i>)].
|mltxt=και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α<br />αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῖν... Παρνασίαν [[ὑπὲρ]] κλιτύν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Παρνασ</i>(<i>σ</i>)<i>ός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάς</i> ([[πρβλ]]. [[Κρονιάς]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Παρνᾱσιάς:''' ион. Παρνησιάς, άδος (ᾰδ) adj. f парнасская Eur.
|elrutext='''Παρνᾱσιάς:''' ион. Παρνησιάς, άδος (ᾰδ) adj. f парнасская Eur.
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Παρνασιάς Medium diacritics: Παρνασιάς Low diacritics: Παρνασιάς Capitals: ΠΑΡΝΑΣΙΑΣ
Transliteration A: Parnasiás Transliteration B: Parnasias Transliteration C: Parnasias Beta Code: *parnasia/s

English (LSJ)

v. sub Παρνασός.

Greek Monolingual

και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α
αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῖν... Παρνασίαν ὑπὲρ κλιτύν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Παρνασ(σ)ός + επίθημα -ιάς (πρβλ. Κρονιάς)].

Russian (Dvoretsky)

Παρνᾱσιάς: ион. Παρνησιάς, άδος (ᾰδ) adj. f парнасская Eur.