κουριώ: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "οῦν[[" to "οῦν [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κουριῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[ανάγκη]] από [[κούρεμα]] (α. «ὁ γοῦν [[πώγων]] [[μάλα]] τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «ἐν χρῷ κουριᾱν», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> έχω απεριποίητα, ατημέλητα μαλλιά ή γένεια («ὁ κουριῶν τὸ [[γένειον]]», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κουρά]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάω</i> / -<i>ιῶ</i> που απαντά συν. σε ρ. που δηλώνουν [[ασθένεια]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιλιγγ</i>-<i>ιώ</i>, <i>λεπρ</i>-<i>ιώ</i>)].
|mltxt=κουριῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[ανάγκη]] από [[κούρεμα]] (α. «ὁ γοῦν [[πώγων]] [[μάλα]] τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «ἐν χρῷ κουριᾱν», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> έχω απεριποίητα, ατημέλητα μαλλιά ή γένεια («ὁ κουριῶν τὸ [[γένειον]]», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κουρά]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάω</i> / -<i>ιῶ</i> που απαντά συν. σε ρ. που δηλώνουν [[ασθένεια]] ([[πρβλ]]. <i>ιλιγγ</i>-<i>ιώ</i>, <i>λεπρ</i>-<i>ιώ</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

κουριῶ, -άω (Α)
1. έχω ανάγκη από κούρεμα (α. «ὁ γοῦν πώγων μάλα τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν», Λουκιαν.
β. «ἐν χρῷ κουριᾱν», Φερεκρ.)
2. έχω απεριποίητα, ατημέλητα μαλλιά ή γένεια («ὁ κουριῶν τὸ γένειον», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επίθημα -ιάω / -ιῶ που απαντά συν. σε ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ιλιγγ-ιώ, λεπρ-ιώ)].