Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύμπνους: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύμπνοος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύμπνοος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν και [[σύμπνοος]], -οον, Α [[συμπνέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ζωογονείται από την [[ίδια]] [[πνοή]] («τὸ φύσει διοικεῖσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ [[ὄντα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύμφωνος]], [[ταιριαστός]]<br /><b>3.</b> [[ομόγνωμος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:15, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπνους Medium diacritics: σύμπνους Low diacritics: σύμπνους Capitals: ΣΥΜΠΝΟΥΣ
Transliteration A: sýmpnous Transliteration B: sympnous Transliteration C: sympnous Beta Code: su/mpnous

English (LSJ)

-ουν, contr. for σύμπνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. σύμπνοος.

Greek Monolingual

-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω
1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῖσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)
2. σύμφωνος, ταιριαστός
3. ομόγνωμος.

Middle Liddell

σύμπνους, ουν, συμπνέω
animated by one breath, in accord with, τινι Anth.