ηθείος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι") |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἠθεῑος, δωρ. τ. | |mltxt=ἠθεῑος, δωρ. τ. ἠθαῖος, -α, -ον (Α) [[ήθος]]<br /><b>1.</b> (συν. ως προσφών. αδελφικής αγάπης και σεβασμού νεώτερου αδελφού [[προς]] μεγαλύτερο) [[πιστός]], [[προσφιλής]], [[αγαπητός]], [[σεβαστός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἠθαῖοι</i><br />οι πιστοί φίλοι. | ||
}} | }} |