ιμαίος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἱμαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[άντληση]] του νερού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ | |mltxt=ἱμαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[άντληση]] του νερού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱμαῖον</i> (ενν. [[μέλος]])<br />εργατικό [[τραγούδι]] [[κατά]] την [[άντληση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> και προέρχεται πιθ. από <i>ἱμᾶ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιμάντας]])]. | ||
}} | }} |