Ρωμαίος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. Ρωμαία / Ῥωμαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και [[Ρωμαΐς]], Α<br /><b>1.</b> ο [[πολίτης]], ο [[κάτοικος]] της Ρώμης, αρχαίας ή σύγχρονης, ή αυτός που κατάγεται από τη [[Ρώμη]]<br /><b>2.</b> ο λατινικής καταγωγής και λατινόφωνος [[Ιταλός]]<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[υπήκοος]] της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που είχε λάβει από το 212 μ.Χ. το [[δικαίωμα]] του πολίτη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(ειδικά) ο [[ελληνόφωνος]] [[χριστιανός]] [[ορθόδοξος]] [[κάτοικος]] της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο [[Ρωμιός]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[υπήκοος]] του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, [[συχνά]] κατ' αντιδιαστολήν [[προς]] τους «Λατίνους», τους δυτικούς Ρωμαίους («διατ' ἦτον σπίτιν ὁλωνῶν, Ῥωμαίων καὶ Λατίνων», Άλωσις Κων / πόλεως, Legrand, Bibliotheque)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <b>εν.</b> <i>τὸ Ῥωμαῖον</i><br />ο [[ναός]] της θεοποιημένης Ρώμης<br />β) <b>πληθ.</b> <i>τὰ Ῥωμαία</i><br />οι αγώνες τών Ρωμαίων («Ῥωμαῑα τὰ ἐν Χαλκίδι», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ῥώμη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
|mltxt=ο, θηλ. Ρωμαία / Ῥωμαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και [[Ρωμαΐς]], Α<br /><b>1.</b> ο [[πολίτης]], ο [[κάτοικος]] της Ρώμης, αρχαίας ή σύγχρονης, ή αυτός που κατάγεται από τη [[Ρώμη]]<br /><b>2.</b> ο λατινικής καταγωγής και λατινόφωνος [[Ιταλός]]<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[υπήκοος]] της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που είχε λάβει από το 212 μ.Χ. το [[δικαίωμα]] του πολίτη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(ειδικά) ο [[ελληνόφωνος]] [[χριστιανός]] [[ορθόδοξος]] [[κάτοικος]] της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο [[Ρωμιός]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[υπήκοος]] του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, [[συχνά]] κατ' αντιδιαστολήν [[προς]] τους «Λατίνους», τους δυτικούς Ρωμαίους («διατ' ἦτον σπίτιν ὁλωνῶν, Ῥωμαίων καὶ Λατίνων», Άλωσις Κων / πόλεως, Legrand, Bibliotheque)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <b>εν.</b> <i>τὸ Ῥωμαῖον</i><br />ο [[ναός]] της θεοποιημένης Ρώμης<br />β) <b>πληθ.</b> <i>τὰ Ῥωμαία</i><br />οι αγώνες τών Ρωμαίων («Ῥωμαῖα τὰ ἐν Χαλκίδι», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ῥώμη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 28 March 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. Ρωμαία / Ῥωμαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και Ρωμαΐς, Α
1. ο πολίτης, ο κάτοικος της Ρώμης, αρχαίας ή σύγχρονης, ή αυτός που κατάγεται από τη Ρώμη
2. ο λατινικής καταγωγής και λατινόφωνος Ιταλός
3. κάθε υπήκοος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που είχε λάβει από το 212 μ.Χ. το δικαίωμα του πολίτη
νεοελλ.-μσν.
(ειδικά) ο ελληνόφωνος χριστιανός ορθόδοξος κάτοικος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο Ρωμιός
μσν.
ο υπήκοος του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, συχνά κατ' αντιδιαστολήν προς τους «Λατίνους», τους δυτικούς Ρωμαίους («διατ' ἦτον σπίτιν ὁλωνῶν, Ῥωμαίων καὶ Λατίνων», Άλωσις Κων / πόλεως, Legrand, Bibliotheque)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. α) εν. τὸ Ῥωμαῖον
ο ναός της θεοποιημένης Ρώμης
β) πληθ. τὰ Ῥωμαία
οι αγώνες τών Ρωμαίων («Ῥωμαῖα τὰ ἐν Χαλκίδι», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ῥώμη + κατάλ. -αῖος].