ορθοστάτης: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀρθοστάτης]])<br />[[κάθε]] κατακόρυφο [[στήριγμα]] με το οποίο συγκρατείται [[κάτι]] όρθιο, [[δοκός]], [[πάσσαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παλαιότερα) δίφωτος, [[τρίφωτος]] ή τετράφωτος [[λύχνος]] προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, [[λυχνοστάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κίονας]], [[στύλος]]<br /><b>2.</b> επιτύμβιο [[μνημείο]] με κίονες<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας που προσφερόταν [[κατά]] τις θυσίες [[προς]] τους νεκρούς<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «ὁ γὰρ [[ὀρθοστάτης]] ἱεροῡ ἄρτου [[εἶδος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- του [[ἵστημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεσο</i>-[[στάτης]]].
|mltxt=ο (Α [[ὀρθοστάτης]])<br />[[κάθε]] κατακόρυφο [[στήριγμα]] με το οποίο συγκρατείται [[κάτι]] όρθιο, [[δοκός]], [[πάσσαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παλαιότερα) δίφωτος, [[τρίφωτος]] ή τετράφωτος [[λύχνος]] προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, [[λυχνοστάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κίονας]], [[στύλος]]<br /><b>2.</b> επιτύμβιο [[μνημείο]] με κίονες<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας που προσφερόταν [[κατά]] τις θυσίες [[προς]] τους νεκρούς<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «ὁ γὰρ [[ὀρθοστάτης]] ἱεροῦ ἄρτου [[εἶδος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- του [[ἵστημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεσο</i>-[[στάτης]]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 13 June 2022

Greek Monolingual

ο (Α ὀρθοστάτης)
κάθε κατακόρυφο στήριγμα με το οποίο συγκρατείται κάτι όρθιο, δοκός, πάσσαλος
νεοελλ.
(παλαιότερα) δίφωτος, τρίφωτος ή τετράφωτος λύχνος προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, λυχνοστάτης
αρχ.
1. κίονας, στύλος
2. επιτύμβιο μνημείο με κίονες
3. είδος πίτας που προσφερόταν κατά τις θυσίες προς τους νεκρούς
4. (κατά τον Πολυδ.) «ὁ γὰρ ὀρθοστάτης ἱεροῦ ἄρτου εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -στάτης (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. μεσο-στάτης].