νυμφαγενής: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nymfagenis | |Transliteration C=nymfagenis | ||
|Beta Code=numfagenh/s | |Beta Code=numfagenh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[nymph-born]], <span class="bibl">Telest.1.5</span>; of Pan, as [[reared by Nymphs]], <span class="bibl">Euph. 109</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 05:25, 24 August 2022
English (LSJ)
ές, nymph-born, Telest.1.5; of Pan, as reared by Nymphs, Euph. 109.
Greek (Liddell-Scott)
νυμφᾱγενής: -ές, ὁ ἐκ νύμφης γεννηθείς, Τελέστης, 1, 6.
Greek Monolingual
νυμφαγενής και νυμφηγε
νής και νυμφογενής -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε από Νύμφη
2. (για τον Πάνα) αυτός που ανατράφηκε από Νύμφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής. Οι τ. νυμφαγενής και νυμφηγενής με -ᾱ- και -η-, για μετρικούς λόγους].