πατριωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πατριωτικός:''' соотечественный или соплеменный Arst.
|elrutext='''πατριωτικός:''' [[соотечественный или соплеменный]] Arst.
}}
}}

Revision as of 13:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατριωτικός Medium diacritics: πατριωτικός Low diacritics: πατριωτικός Capitals: ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: patriōtikós Transliteration B: patriōtikos Transliteration C: patriotikos Beta Code: patriwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or belonging to a πατριώτης or πατριά, ἀργύριον BCH 50.16 (Delph., iv B. C.); τεμένη Arist. Oec. 1346b15; ἱερά Dicaearch. Hist.9.

German (Pape)

[Seite 536] dem oder zu dem πατριώτης gehörig; Arist. oec. 2, 4; ἱερά, Dicaearch. bei St. B. v. πάτρα.

Greek (Liddell-Scott)

πατριωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πατριώτην ἢ πατριάν, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 4. 1. Δικαίαρχ. παρὰ Στεφ. τῷ Βυζ. ἐν λ. πάτρα.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πατριωτικός, -ή, -όν, ΝΑ πατριώτης
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στον πατριωτισμό ή, στους πατριώτες ή στην πατρίδα, ο εθνικός («πατριωτικά αισθήματα)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατριώτη ή στην πατριά («πατριωτικὰ τεμένη», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

πατριωτικός: соотечественный или соплеменный Arst.