ὀλόλυγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλόλυγμα''': τό, ἰσχυρὰ [[κραυγή]], τὸ πλεῖστον χαρᾶς, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 782· Κυβέλης, εἰς τιμὴν τῆς Κυβ., Ἀνθ. Π. 6. 173· πρβλ. [[ὀλολυγή]].
|lstext='''ὀλόλυγμα''': τό, ἰσχυρὰ [[κραυγή]], τὸ πλεῖστον χαρᾶς, Εὐρ. Ἡρακλ. 782· Κυβέλης, εἰς τιμὴν τῆς Κυβ., Ἀνθ. Π. 6. 173· πρβλ. [[ὀλολυγή]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 17:00, 14 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλόλῡγμα Medium diacritics: ὀλόλυγμα Low diacritics: ολόλυγμα Capitals: ΟΛΟΛΥΓΜΑ
Transliteration A: olólygma Transliteration B: ololygma Transliteration C: ololygma Beta Code: o)lo/lugma

English (LSJ)

ατος, τό, A loud cry, mostly of joy, E.Heracl.782 (lyr.); Κυβέλης in honour of C., AP6.173 (Rhian.).

German (Pape)

[Seite 325] τό, lautes Geschrei, im plur., Eur. Heracl. 782.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλόλυγμα: τό, ἰσχυρὰ κραυγή, τὸ πλεῖστον χαρᾶς, Εὐρ. Ἡρακλ. 782· Κυβέλης, εἰς τιμὴν τῆς Κυβ., Ἀνθ. Π. 6. 173· πρβλ. ὀλολυγή.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. ὀλολυγή.

Greek Monolingual

ὀλόλυγμα, τὸ (Α) ολολύζω
δυνατή κραυγή, ιδίως χαράς.

Greek Monotonic

ὀλόλυγμα: τό (ὀλολύζω), δυνατή φωνή, κραυγή, κυρίως από χαρά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλόλυγμα: ατος τό Eur., Anth. = ὀλολυγή.

Middle Liddell

ὀλόλυγμα, ατος, τό, ὀλολύζω
a loud cry, mostly of joy, Eur.