ἀκάκης: Difference between revisions
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου | |dgtxt=-ου<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. ἀκάκᾱς<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-κᾰ-]<br />[[benéfico]] ἀ. [[ἄμαχος]] βασιλεύς A.<i>Pers</i>.855, de Hades <i>IG</i> 7.117.3 (Mégara, imper.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:30, 20 July 2021
English (LSJ)
Dor. ἀκάκας [ᾰκᾰκ], ὁ, poet. form of ἄκακος, A.Pers.855 (lyr.); epithet of Hades, IG7.117.3 (Megara).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάκης: Δωρ. ἀκάκας, [ᾰκᾰκ-], ὁ, ποιητικὸς τύπος τοῦ ἄκακος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 855. (λυρ.)· ἐπίθ. τοῦ ᾍδου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1067· πρβλ. ἀκάκητα.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): dór. ἀκάκᾱς
• Prosodia: [-κᾰ-]
benéfico ἀ. ἄμαχος βασιλεύς A.Pers.855, de Hades IG 7.117.3 (Mégara, imper.).
Greek Monolingual
ἀκάκης και Δωρικά ἀκάκας, ο (Α)
άκακος, αθώος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαιότερο του ἄκακος τύπο επιθέτου σε ᾱ / η (ἀκάκᾱς / ἀκάκης), που δεν προήλθε από μεταπλασμό του ἄκακος για μετρικούς λόγους, αλλά αποτελούσε μάλλον όρο της τελετουργικής γλώσσας. Πρβλ. και τους συναφείς τύπους ἀκάκητα, Ἀκακήσιος].
Greek Monotonic
ἀκάκης: Δωρ. ἀκάκας, [ᾰκᾰκ] ὁ, ποιητ. αντί ἄκακος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
poet. for ἄκακος, Aesch.