μελαινίς: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melainis | |Transliteration C=melainis | ||
|Beta Code=melaini/s | |Beta Code=melaini/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, < | |Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[Melaenis]], the [[black]], a name of [[Aphrodite]] at [[Corinth]], Ath. 13.588c.<br><span class="bld">II</span> a bivalve [[sea-shell]], used as a [[drinking]]-[[cup]], Sophr. 101, Herod.1.79; = [[πελωρίς]], Xenocr. ap. Orib.2.58.97.<br><span class="bld">III</span> [[μελαῖνις]] (sic) [[αἲξ]] καὶ [[βοῦς]] from [[Melaenae]], Diosc.Gloss. ap. Gal.19.120. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A Melaenis, the black, a name of Aphrodite at Corinth, Ath. 13.588c.
II a bivalve sea-shell, used as a drinking-cup, Sophr. 101, Herod.1.79; = πελωρίς, Xenocr. ap. Orib.2.58.97.
III μελαῖνις (sic) αἲξ καὶ βοῦς from Melaenae, Diosc.Gloss. ap. Gal.19.120.
German (Pape)
[Seite 118] ίδος, ἡ, die schwarze, nächtliche, Beiwort der Aphrodite in Korinth, Ath. XIII, 588 b.
Greek (Liddell-Scott)
μελαινίς: -ίδος, ἡ, ἡ μέλαινα, ὄνομα τῆς Ἀφροδίτης ἐν Κορίνθῳ, Ἀθήν. 588C. ΙΙ. εἶδος θαλλασίων κογχῶν, διαφερουσῶν κατὰ τὸ χρῶμα μόνον τῶν πελωρίδων, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Α· ― Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 145.
Greek Monolingual
μελαινίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. ως κύριο όν. η Μελαινίς
προσωνυμία της Αφροδίτης στην Κόρινθο («ἧ καὶ Ἀφροδίτη ἡ ἐν Κορίνθῳ ἡ Μελαινὶς καλουμένη νυκτὸς ἐπιφαινομένη ἐμήνυεν ἐραστῶν ἔφοδον πολυταλάντων», Αθήν.)
2. είδος θαλάσσιου δίθυρου κοχυλιού που το χρησιμοποιούσαν για να πίνουν, αλλ. πελωρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν- του μέλαινα + επίθημα -ίς].