βλακώδης: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βλᾱκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) πρὸς βραδύν, νωθρὸν ὁμοιάζων, [[νωθρός]], Ξεν. Ἱππ. 9, 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, ὀκνηρῶς, νωθρῶς· συγκρ. -δέστερον Πολυδ. Γ΄, 123.
|lstext='''βλᾱκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) πρὸς βραδύν, νωθρὸν ὁμοιάζων, [[νωθρός]], Ξεν. Ἱππ. 9, 1. - Ἐπίρρ. [[βλακωδῶς]], [[ὀκνηρῶς]], [[νωθρῶς]]· συγκρ. βλακωδέστερον Πολυδ. Γ΄, 123.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 08:40, 7 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλᾱκώδης Medium diacritics: βλακώδης Low diacritics: βλακώδης Capitals: ΒΛΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: blakṓdēs Transliteration B: blakōdēs Transliteration C: vlakodis Beta Code: blakw/dhs

English (LSJ)

ες, A lazy, X. Eq.9.1 (Comp.); βλακῶδες βαίνειν καὶ θρύπτεσθαι walk mincingly, of a coxcomb, Hld.4.7. Adv. βλακωδῶς = indolently, stolidly, Poll.3.123: Comp. βλακωδέστερον ibid.

German (Pape)

[Seite 447] ες, einem βλάξ ähnlich, träge, Xen. Equ. 9, 1, vom Pferde, βλακωδέστερος, dem θυμοειδέστερος entggstzt, u. Sp.; βλακῶδες βαίνειν neben θρύπτεσθαι Hel.

Greek (Liddell-Scott)

βλᾱκώδης: -ες, (εἶδος) πρὸς βραδύν, νωθρὸν ὁμοιάζων, νωθρός, Ξεν. Ἱππ. 9, 1. - Ἐπίρρ. βλακωδῶς, ὀκνηρῶς, νωθρῶς· συγκρ. βλακωδέστερον Πολυδ. Γ΄, 123.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
mou, indolent, lâche.
Étymologie: βλάξ, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
I 1lerdode caballos θυμοειδέστερος ἵππος ... ἢ βλακωδέστερος X.Eq.9.1.
2 de pers. flojo, indolente Heph.Astr.2.15.5
neutr. como adv. fatuamente βλακῶδες βαίνειν de un mequetrefe, Hld.4.7.2, cf. Poll.3.123
memo glos. a βλεκέμυξος Hsch.
II adv. βλακωδῶς = flojamente Poll.3.123
fatuamente Iust.Phil.Ep.Zen. et Ser.M.6.1193C.

Greek Monolingual

-ες (AM βλακώδης, -ες)
αυτός που ταιριάζει σε βλάκα.

Greek Monotonic

βλᾱκώδης: -ες (εἶδος), αυτός που ομοιάζει στον νωθρό, τον οκνηρό, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βλᾱκώδης: Xen. = βλακικός.

Middle Liddell

[From βλάξ εἶδος
lazy-like, lazy, Xen.