ἐνήδομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
m (Text replacement - "]]op. " to "]] op. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[disfrutar]], [[estar contento]], [[regocijarse]] op. ὀργίζεσθαι Gal.16.566, cf. Hsch., c. dat. o giro prep. τῷ τῶν καθ' ἡμῶν λοιδοριῶν λόγῳ Origenes <i>Cels</i>.3.55, τοῖς πάθεσι χαίρων καὶ ἐνηδόμενος <i>Anecd.Ludw</i>.15.15, cf. Mich.<i>in EN</i> 532.4, Sch.Er.<i>Il</i>.8.51, ἐπ' αὐτοῖς Basil.M.30.93A.
|dgtxt=[[disfrutar]], [[estar contento]], [[regocijarse]] op. [[ὀργίζεσθαι]] Gal.16.566, cf. Hsch., c. dat. o giro prep. τῷ τῶν καθ' ἡμῶν λοιδοριῶν λόγῳ Origenes <i>Cels</i>.3.55, τοῖς πάθεσι χαίρων καὶ ἐνηδόμενος <i>Anecd.Ludw</i>.15.15, cf. Mich.<i>in EN</i> 532.4, Sch.Er.<i>Il</i>.8.51, ἐπ' αὐτοῖς Basil.M.30.93A.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνήδομαι]] (Α) [[ήδομαι]]<br />[[χαίρω]], [[αισθάνομαι]] [[ηδονή]] και [[ευχαρίστηση]] με [[κάτι]] («ταῖς θείαις καλλοναῑς ἐνηδόμενος», Μηναία).
|mltxt=[[ἐνήδομαι]] (Α) [[ήδομαι]]<br />[[χαίρω]], [[αισθάνομαι]] [[ηδονή]] και [[ευχαρίστηση]] με [[κάτι]] («ταῖς θείαις καλλοναῑς ἐνηδόμενος», Μηναία).
}}
}}

Revision as of 15:45, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνήδομαι Medium diacritics: ἐνήδομαι Low diacritics: ενήδομαι Capitals: ΕΝΗΔΟΜΑΙ
Transliteration A: enḗdomai Transliteration B: enēdomai Transliteration C: enidomai Beta Code: e)nh/domai

English (LSJ)

Pass., A rejoice in, τινί Mich. in EN532.4, Sch.Il.8.51, Hsch.: abs., Gal.16.566.

German (Pape)

[Seite 840] sich daran, darüber freuen, Schol. Il. 8, 51 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνήδομαι: παθ., ἥδομαι ἔν τινι, εὐχαριστοῦμαι εἴς τι, Σχόλ. Ἰλ. Θ. 51, καθ’ Ἡσύχ.: «ἐνήδοιτο· ὠφελοῖτο, χαίροι, φαιδροῖτο».

Spanish (DGE)

disfrutar, estar contento, regocijarse op. ὀργίζεσθαι Gal.16.566, cf. Hsch., c. dat. o giro prep. τῷ τῶν καθ' ἡμῶν λοιδοριῶν λόγῳ Origenes Cels.3.55, τοῖς πάθεσι χαίρων καὶ ἐνηδόμενος Anecd.Ludw.15.15, cf. Mich.in EN 532.4, Sch.Er.Il.8.51, ἐπ' αὐτοῖς Basil.M.30.93A.

Greek Monolingual

ἐνήδομαι (Α) ήδομαι
χαίρω, αισθάνομαι ηδονή και ευχαρίστηση με κάτι («ταῖς θείαις καλλοναῑς ἐνηδόμενος», Μηναία).