βαρυφωνία: Difference between revisions

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρῠφωνία''': ἡ, [[βαρύτης]] ἢ [[βάθος]] φωνῆς , τὸ νὰ εἶναί τις βᾰρύφωνος, Ἵππ. π. Ἀέρ.285,Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 51, Ἀριστ. π. Ζ.Γ.5.7,9.
|lstext='''βᾰρῠφωνία''': ἡ, [[βαρύτης]] ἢ [[βάθος]] φωνῆς, τὸ νὰ εἶναί τις βᾰρύφωνος, Ἵππ. π. Ἀέρ.285,Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 51, Ἀριστ. π. Ζ.Γ.5.7,9.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 09:50, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠφωνία Medium diacritics: βαρυφωνία Low diacritics: βαρυφωνία Capitals: ΒΑΡΥΦΩΝΙΑ
Transliteration A: baryphōnía Transliteration B: baryphōnia Transliteration C: varyfonia Beta Code: barufwni/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A deepness of voice, a bass voice, Hp.Aër.8, Alex.311, Arist.GA786b35.

German (Pape)

[Seite 435] ἡ. tiefe Stimme, Hippocr.; Arist. gen. an. 5, 7; Alexis Poll. 2, 112.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠφωνία: ἡ, βαρύτηςβάθος φωνῆς, τὸ νὰ εἶναί τις βᾰρύφωνος, Ἵππ. π. Ἀέρ.285,Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 51, Ἀριστ. π. Ζ.Γ.5.7,9.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): βαρυφωνίη Hp.Aër.8
voz grave Hp.l.c., Alex.311, Arist.GA 786b35.

Greek Monolingual

βαρυφωνία και ιων. τ. -ίη, η (Α) βαρύφωνος
το να έχει κανείς βαριά φωνή, με χαμηλούς φθόγγους.

Russian (Dvoretsky)

βαρυφωνία: ἡ низкий тембр Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυφωνία -ας, ἡ, Ion. βαρυφωνίη βαρύφωνος diepe, zware, lage stem.