ἐναρίμβροτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐνᾰρίμβροτος:''' убивающий людей ([[στράταρχος]] Pind.). | |elrutext='''ἐνᾰρίμβροτος:''' [[убивающий людей]] ([[στράταρχος]] Pind.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:43, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A man-slaying, Μέμνων Pi.P.6.30; μάχα Id.I. 8(7).57.
German (Pape)
[Seite 829] menschenmordend; Memnon Pind. Ol. 6, 30; μάχη I. 7, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰρίμβροτος: -ον, ἀνδροφόνος, Πινδ. Π. 6. 30, Ἰ. 8 (7). 114.
English (Slater)
ἐνᾰρίμβροτος, -ον
1 man-slaying ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα (P. 6.30) μάχας ἐναριμβρότου (I. 8.53)
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
matador de hombres Μέμνων Pi.P.6.30, cf. Eust.356.19, μάχα Pi.I.8.53, αἰχμή Eust.243.43.
Greek Monolingual
ἐναρίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», Πίνδ.)
2. (για πολέμους ή μάχες) αυτός κατά τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», Πίνδ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐνᾰρίμβροτος: убивающий людей (στράταρχος Pind.).