λακτιστής: Difference between revisions

From LSJ

συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λακτιστής]]) [[λακτίζω]]<br />(για ζώο) αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] ή την [[ιδιότητα]] να κλοτσά ή να ποδοπατά, [[τσινιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ληνοῡ [[λακτιστής]]» — αυτός που πατάει σταφύλια στο [[πατητήρι]].
|mltxt=ο (Α [[λακτιστής]]) [[λακτίζω]]<br />(για ζώο) αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] ή την [[ιδιότητα]] να κλοτσά ή να ποδοπατά, [[τσινιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ληνοῦ [[λακτιστής]]» — αυτός που πατάει σταφύλια στο [[πατητήρι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:05, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λακτιστής Medium diacritics: λακτιστής Low diacritics: λακτιστής Capitals: ΛΑΚΤΙΣΤΗΣ
Transliteration A: laktistḗs Transliteration B: laktistēs Transliteration C: laktistis Beta Code: laktisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who kick]]s or tramples, ἵπποι λακτισταί kicking horses, X.Mem.3.3.4; of a man, Plu.2.10c; ληνοῦ λακτιστής treader of the winepress, AP9.403 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 9] ὁ, der mit dem Fuße Ausschlagende, mit der Ferse Stoßende, Xen. Mem. 3, 3, 4 u. Sp.; – ληνοῦ, der Kelterer, Qu. Maec. 11 (IX, 403).

Greek (Liddell-Scott)

λακτιστής: -οῦ, ὁ, ὁ λακτίζων, ἵπποι λ., ἵπποι λακτίζοντες, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 10C· λ. ληνοῦ, ὁ πατῶν τὰς σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Ἀνθ. Π. 9. 403.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui rue.
Étymologie: λακτίζω.

Greek Monolingual

ο (Α λακτιστής) λακτίζω
(για ζώο) αυτός που έχει τη συνήθεια ή την ιδιότητα να κλοτσά ή να ποδοπατά, τσινιάρης
αρχ.
φρ. «ληνοῦ λακτιστής» — αυτός που πατάει σταφύλια στο πατητήρι.

Greek Monotonic

λακτιστής: -οῦ, ὁ, κάποιος που κτυπά, ἵπποι λακτισταί, που κλωτσούν, σε Ξεν.· λακτιστὴς ληνοῦ, αυτός που πατάει τα σταφύλια στο πατητήρι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λακτιστής: οῦ adj. m
1) брыкающийся, брыкливый (ἵπποι Xen.);
2) выдавливающий (виноградный сок): λ. ληνοῦ Anth. давильщик.