ετωσιοεργός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐτωσιοεργός]], -όν (Α)<br />αυτός που εργάζεται [[μάταια]], άσκοπα ή νωθρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ετώσιος]] «[[μάταιος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἐτωσιοεργός]], -όν (Α)<br />αυτός που εργάζεται [[μάταια]], άσκοπα ή νωθρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ετώσιος]] «[[μάταιος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]]), [[πρβλ]]. [[αγαθοεργός]], [[ενεργός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἐτωσιοεργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται μάταια, άσκοπα ή νωθρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετώσιος «μάταιος» + -εργος (< έργο), πρβλ. αγαθοεργός, ενεργός].