ετωσιοεργός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐτωσιοεργός]], -όν (Α)<br />αυτός που εργάζεται [[μάταια]], άσκοπα ή νωθρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ετώσιος]] «[[μάταιος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]]), [[πρβλ]]. <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>, <i>εν</i>-<i>εργός</i>].
|mltxt=[[ἐτωσιοεργός]], -όν (Α)<br />αυτός που εργάζεται [[μάταια]], άσκοπα ή νωθρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ετώσιος]] «[[μάταιος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]]), [[πρβλ]]. [[αγαθοεργός]], [[ενεργός]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐτωσιοεργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται μάταια, άσκοπα ή νωθρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετώσιος «μάταιος» + -εργος (< έργο), πρβλ. αγαθοεργός, ενεργός].