ζιζανιοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζιζανιοκτόνο</i> ([[φάρμακο]])<br />χημικό [[παρασκεύασμα]] που χρησιμοποιείται στην [[καταπολέμηση]] τών ζιζανίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζιζάνιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), [[πρβλ]]. <i>εντομο</i>-[[κτόνος]], <i>πατρο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζιζανιοκτόνο</i> ([[φάρμακο]])<br />χημικό [[παρασκεύασμα]] που χρησιμοποιείται στην [[καταπολέμηση]] τών ζιζανίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζιζάνιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), [[πρβλ]]. [[εντομοκτόνος]], [[πατροκτόνος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 24 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια
2. το ουδ. ως ουσ. το ζιζανιοκτόνο (φάρμακο)
χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση τών ζιζανίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + -κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομοκτόνος, πατροκτόνος.