ζῳογενής: Difference between revisions
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ζωογενής]], -ές)<br />αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, [[ζωώδης]], [[θνητός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (Α [[ζωογενής]], -ές)<br />αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, [[ζωώδης]], [[θνητός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. [[μονογενής]], [[ομογενής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A of animate kind, mortal, opp. ἀειγενής, Pl.Plt.309c.
German (Pape)
[Seite 1143] ές, thieri sch, τῆς ψυχῆς μέρος Plat. Polit. 309 c.
Greek (Liddell-Scott)
ζῳογενής: -ές, γεννηθεὶς ἐκ ζῴου, ζῳώδης, τὸ ζῳογενὲς τῆς ψυχῆς μέρος Πλάτ. Πολιτικ. 309C.
Greek Monolingual
-ές (Α ζωογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, ζωώδης, θνητός
νεοελλ.
αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γενής (< γένος), πρβλ. μονογενής, ομογενής].
Russian (Dvoretsky)
ζῳογενής: имеющий животную природу, животный (τὸ τῆς ψυχῆς μέρος Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῳογενής -ές [ζῷον, γένος] van dierlijke aard, sterfelijk.