ηδυλάλος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδυλάλος]], -ον (Α)<br /><b>επιγρ.</b> ηδυλόγος, [[γλυκόλογος]], [[γλυκόλαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λάλος]], υποχωρητικό παράγ. του [[λαλώ]]), [[πρβλ]]. <i>ερημο</i>-[[λάλος]], <i>χρηστο</i>-[[λάλος]].
|mltxt=[[ἡδυλάλος]], -ον (Α)<br /><b>επιγρ.</b> ηδυλόγος, [[γλυκόλογος]], [[γλυκόλαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λάλος]], υποχωρητικό παράγ. του [[λαλώ]]), [[πρβλ]]. [[ερημολάλος]], [[χρηστολάλος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:49, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἡδυλάλος, -ον (Α)
επιγρ. ηδυλόγος, γλυκόλογος, γλυκόλαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -λαλος (< λάλος, υποχωρητικό παράγ. του λαλώ), πρβλ. ερημολάλος, χρηστολάλος.