μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.
ἐρημολάλος, -ον (Α)αυτός που λαλεί, που τερετίζει στην ερημιά, στη μοναξιά («ἐρημολάλος τέττιξ», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + λάλος.