Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θεμός: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεμός]], ό (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θεμούς<br />διαθέσεις, παραινέσεις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θε</i>- που αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>dh</i><i>ē</i>- «[[τοποθετώ]]», στην οποία ανάγεται το ρ. <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i> ([[πρβλ]]. παθ. αόρ. β' <i>ε</i>-<i>θέ</i>-<i>μην</i>), [[κατά]] τα εις -<i>μός</i> μεταρρηματικά ([[πρβλ]]. [[πλέκω]] <span style="color: red;"><</span> <i>πλοχ</i>-<i>μός</i>). Από το θ. <i>θεμ</i>- του [[θεμός]] παρήχθησαν οι τ. <i>θέμ</i>-<i>εθλον</i> (κατάλ. -<i>εθλον</i>, [[πρβλ]]. <i>έδ</i>-<i>εθλον</i> <span style="color: red;"><</span> [[έζομαι]]), <i>θεμ</i>-<i>είλια</i>, <i>θεμ</i>-<i>έλιος</i> και το μετονοματικό ρ. <i>θεμ</i>-<i>όω</i>, -<i>ώ</i>].
|mltxt=[[θεμός]], ό (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θεμούς· διαθέσεις, παραινέσεις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θε</i>- που αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>dh</i><i>ē</i>- «[[τοποθετώ]]», στην οποία ανάγεται το ρ. <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i> ([[πρβλ]]. παθ. αόρ. β' <i>ε</i>-<i>θέ</i>-<i>μην</i>), [[κατά]] τα εις -<i>μός</i> μεταρρηματικά ([[πρβλ]]. [[πλέκω]] <span style="color: red;"><</span> <i>πλοχ</i>-<i>μός</i>). Από το θ. <i>θεμ</i>- του [[θεμός]] παρήχθησαν οι τ. <i>θέμ</i>-<i>εθλον</i> (κατάλ. -<i>εθλον</i>, [[πρβλ]]. <i>έδ</i>-<i>εθλον</i> <span style="color: red;"><</span> [[έζομαι]]), <i>θεμ</i>-<i>είλια</i>, <i>θεμ</i>-<i>έλιος</i> και το μετονοματικό ρ. <i>θεμ</i>-<i>όω</i>, -<i>ώ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:38, 14 January 2022

German (Pape)

[Seite 1195] ὁ, = θεσμός, Hesych. Davon

Greek Monolingual

θεμός, ό (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θεμούς· διαθέσεις, παραινέσεις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θε- που αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας dhē- «τοποθετώ», στην οποία ανάγεται το ρ. τί-θη-μι (πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-θέ-μην), κατά τα εις -μός μεταρρηματικά (πρβλ. πλέκω < πλοχ-μός). Από το θ. θεμ- του θεμός παρήχθησαν οι τ. θέμ-εθλον (κατάλ. -εθλον, πρβλ. έδ-εθλον < έζομαι), θεμ-είλια, θεμ-έλιος και το μετονοματικό ρ. θεμ-όω, -ώ].