θνησιγενής: Difference between revisions

From LSJ

Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht

Menander, Monostichoi, 60
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που πεθαίνει [[αμέσως]] [[μόλις]] γεννηθεί ή που γεννιέται [[σχεδόν]] [[νεκρός]]<br /><b>2.</b> [[θνησιγέννητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θνήσις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] ([[πρβλ]]. <i>θεα</i>-<i>γενής</i>, <i>λιμνα</i>-<i>γενής</i>, <i>μετα</i>-<i>γενής</i> <b>κ.ά.</b>). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο].
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που πεθαίνει [[αμέσως]] [[μόλις]] γεννηθεί ή που γεννιέται [[σχεδόν]] [[νεκρός]]<br /><b>2.</b> [[θνησιγέννητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θνήσις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] ([[πρβλ]]. [[θεαγενής]], [[λιμναγενής]], [[μεταγενής]] <b>κ.ά.</b>). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο].
}}
}}

Latest revision as of 17:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που πεθαίνει αμέσως μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται σχεδόν νεκρός
2. θνησιγέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + -γενής < γένος (πρβλ. θεαγενής, λιμναγενής, μεταγενής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο].