ικτεριώδης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰκτεριώδης]], -ες (Α)<br />[[ικτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκτερος]], υπό την [[επίδραση]] του <i>ἰκτεριώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. <i>νεφελ</i>-<i>ώδης</i>, <i>ογκ</i>-<i>ώδης</i>)].
|mltxt=[[ἰκτεριώδης]], -ες (Α)<br />[[ικτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκτερος]], υπό την [[επίδραση]] του <i>ἰκτεριώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[νεφελώδης]], [[ογκώδης]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰκτεριώδης, -ες (Α)
ικτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος, υπό την επίδραση του ἰκτεριώ + κατάλ. -ώδης (πρβλ. νεφελώδης, ογκώδης)].