ιδού: Difference between revisions
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ἰδού]])<br />(ως δεικτ. [[μόριο]])<br /><b>1.</b> δες, να, κοίτα (α. «[[ἰδού]] ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» β. «[[ἰδού]] ἐγώ»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ιδού]] η [[Ρόδος]], [[ιδού]] και το [[πήδημα]]» — δείξε μας εδώ [[τώρα]] ότι είσαι [[ικανός]] να κάνεις αυτό για το οποίο καυχιέσαι<br /><b>αρχ.</b><br />(χλευαστικά) [[αλήθεια]] («[[ἰδού]] γε κλέπτειν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δεικτικό [[μόριο]] που προέκυψε από τον τ. <i>ἰδοῡ</i>, β' εν. πρόσ. προστ. μέσου αορ. β' του ρ. <i>ὁρῶ</i>: <i>ἰδοῡ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἰδ</i>- του <i>ὁρῶ</i>, [[πρβλ]]. | |mltxt=(ΑΜ [[ἰδού]])<br />(ως δεικτ. [[μόριο]])<br /><b>1.</b> δες, να, κοίτα (α. «[[ἰδού]] ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» β. «[[ἰδού]] ἐγώ»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ιδού]] η [[Ρόδος]], [[ιδού]] και το [[πήδημα]]» — δείξε μας εδώ [[τώρα]] ότι είσαι [[ικανός]] να κάνεις αυτό για το οποίο καυχιέσαι<br /><b>αρχ.</b><br />(χλευαστικά) [[αλήθεια]] («[[ἰδού]] γε κλέπτειν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δεικτικό [[μόριο]] που προέκυψε από τον τ. <i>ἰδοῡ</i>, β' εν. πρόσ. προστ. μέσου αορ. β' του ρ. <i>ὁρῶ</i>: <i>ἰδοῡ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἰδ</i>- του <i>ὁρῶ</i>, [[πρβλ]]. [[ἰδεῖν]], [[ἰδέα]], <span style="color: red;">+</span> -<i>οῡ</i> <span style="color: red;"><</span> κατάλ. προστ. -<i>εσο</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>σ</i>- και [[συναίρεση]] τών φωνηέντων -<i>ε</i>- και -<i>ο</i>- ([[πρβλ]]. <i>γεν</i>-<i>οῡ</i>-, <i>βαλ</i>-<i>οῡ</i>). Ως δεικτ. [[στοιχείο]] ο τ. μαρτυρείται με τη [[μορφή]] [[ἰδού]] (με [[οξεία]]) λόγω της συνεκφοράς του με άλλες λ. ([[πρβλ]]. [[ιδού]] εγώ</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰδού)
(ως δεικτ. μόριο)
1. δες, να, κοίτα (α. «ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» β. «ἰδού ἐγώ»)
2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» — δείξε μας εδώ τώρα ότι είσαι ικανός να κάνεις αυτό για το οποίο καυχιέσαι
αρχ.
(χλευαστικά) αλήθεια («ἰδού γε κλέπτειν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δεικτικό μόριο που προέκυψε από τον τ. ἰδοῡ, β' εν. πρόσ. προστ. μέσου αορ. β' του ρ. ὁρῶ: ἰδοῡ < θ. ἰδ- του ὁρῶ, πρβλ. ἰδεῖν, ἰδέα, + -οῡ < κατάλ. προστ. -εσο, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -σ- και συναίρεση τών φωνηέντων -ε- και -ο- (πρβλ. γεν-οῡ-, βαλ-οῡ). Ως δεικτ. στοιχείο ο τ. μαρτυρείται με τη μορφή ἰδού (με οξεία) λόγω της συνεκφοράς του με άλλες λ. (πρβλ. ιδού εγώ)].