κακόψυχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κακόψυχος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κακή [[ψυχή]], [[μοχθηρός]], [[κακός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακόψυχα</i><br /><b>μσν.</b><br />(για άρρωστο) σε άσχημη [[κατάσταση]], του θανατά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), [[πρβλ]]. <i>καλό</i>-<i>ψυχος</i>, <i>ολό</i>-<i>ψυχος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κακόψυχος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κακή [[ψυχή]], [[μοχθηρός]], [[κακός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακόψυχα</i><br /><b>μσν.</b><br />(για άρρωστο) σε άσχημη [[κατάσταση]], του θανατά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), [[πρβλ]]. [[καλόψυχος]], [[ολόψυχος]]].
}}
}}

Revision as of 18:20, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1305] kleinmüthig, verzagt?

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κακόψυχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή ψυχή, μοχθηρός, κακός.
επίρρ...
κακόψυχα
μσν.
(για άρρωστο) σε άσχημη κατάσταση, του θανατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. καλόψυχος, ολόψυχος].